Λεγεωνέλλα στο πόσιμο νερό αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία που πλήττει ιδιαίτερα τους ιδιοκτήτες σπιτιών, τους ιδιοκτήτες και τους φορείς εκμετάλλευσης δημόσιων εγκαταστάσεων. Τα βακτήρια αυτά μπορούν να προκαλέσουν τη νόσο των λεγεωνάριων, μια δυνητικά σοβαρή μορφή πνευμονίας. Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη παρανόηση ότι τα βακτήρια λεγεωνέλλας είναι επικίνδυνα όταν πίνουμε μολυσμένο νερό. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι μολύνονται εισπνέοντας μικροσκοπικά σταγονίδια νερού (αερολύματα) που περιέχουν λεγεωνέλλα. Ένα κλασικό σενάριο είναι το ντους, όπου μπορούν εύκολα να σχηματιστούν τέτοια αερολύματα.
Κίνδυνοι για την υγεία λόγω της λεγεωνέλλας
Η νόσος των λεγεωνάριων εκδηλώνεται συχνά με συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, όπως πυρετός, βήχας και μυϊκοί πόνοι. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως οι ηλικιωμένοι ή τα μικρά παιδιά, στα οποία μπορεί να οδηγήσει σε απειλητική για τη ζωή πνευμονία. Στη Γερμανία, εκτιμάται ότι 2.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα αυτής της λοίμωξης. Ο πραγματικός αριθμός των λοιμώξεων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, καθώς τα συμπτώματα συχνά συγχέονται με εκείνα της γρίπης και δεν διαγιγνώσκεται κάθε περίπτωση.
Νομικές απαιτήσεις και προληπτικά μέτρα
Από τα τέλη του 2011, η διάταξη για το πόσιμο νερό στη Γερμανία ορίζει ότι οι ιδιοκτήτες πρέπει να διενεργούν κάθε τρία χρόνια έλεγχο λεγεωνέλλας. Ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην έγκαιρη αναγνώριση και πρόληψη των κρουσμάτων λεγεωνέλλας. Σε περίπτωση θετικών ευρημάτων, μπορεί ακόμη και να απαγορευτεί στους ενοικιαστές να κάνουν ντους στα διαμερίσματά τους μέχρι να επιλυθεί το πρόβλημα.
Αύξηση της θερμοκρασίας ως βραχυπρόθεσμο μέτρο
Μια συνήθης μέθοδος καταπολέμησης της λεγεωνέλλας στο σύστημα ζεστού νερού είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του νερού σε θερμοκρασία άνω των 60°C. Η θερμοκρασία αυτή σκοτώνει τα βακτήρια της λεγεωνέλλας. Αυτή η θερμοκρασία σκοτώνει τη λεγεωνέλλα, αλλά κρύβει επίσης ορισμένους κινδύνους και μειονεκτήματα. Πρώτον, υπάρχει κίνδυνος ζεματίσματος για τους ενοίκους. Δεύτερον, το μέτρο αυτό δεν είναι πάντα αξιόπιστο, καθώς απαιτεί την ομοιόμορφη θέρμανση ολόκληρου του συστήματος νερού, η οποία δεν είναι πάντα εγγυημένη. Επιπλέον, η υψηλότερη θερμοκρασία έχει ως αποτέλεσμα αυξημένο ενεργειακό κόστος, ιδίως για τα συστήματα που λειτουργούν με ηλιακή τεχνολογία. Εδώ, το νερό, το οποίο κανονικά θερμαίνεται στους 40-50°C, πρέπει να φτάσει στους απαιτούμενους 60°C χρησιμοποιώντας πρόσθετη ενέργεια.
Χημική απολύμανση και τα όριά της
Μια άλλη μέθοδος είναι η χημική απολύμανση, κατά την οποία χρησιμοποιείται χλώριο ή άλλα απολυμαντικά. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή είναι αμφιλεγόμενη, καθώς οι λεγεωνέλες είναι σχετικά ανθεκτικές σε πολλές χημικές ουσίες. Για την αποτελεσματική εξόντωσή τους απαιτούνται συχνά υψηλές συγκεντρώσεις, οι οποίες μπορεί να υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια. Επιπλέον, τα χημικά αυτά μπορεί να είναι επιβλαβή για την υγεία και πρέπει να δοσολογούνται και να παρακολουθούνται προσεκτικά.
Απολύμανση με UV-C: μια αποτελεσματική και ασφαλής λύση
Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες και τα μειονεκτήματα των προαναφερθέντων μεθόδων, η απολύμανση με UV-C προσφέρει μια αξιόπιστη και φιλική προς το περιβάλλον εναλλακτική λύση. Το φως UV-C έχει την ικανότητα να καταστρέφει το DNA μικροοργανισμών όπως η λεγεωνέλλα, καθιστώντας τους ανενεργούς και ανίκανους να πολλαπλασιαστούν. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική καθώς χρησιμοποιείται απευθείας στον κύκλο του νερού και δεν αφήνει χημικά κατάλοιπα.
Πώς λειτουργεί η απολύμανση με UV-C
Σε ένα σύστημα απολύμανσης UV-C, το νερό διοχετεύεται συνεχώς μέσω ενός θαλάμου στον οποίο ακτινοβολείται με φως UV-C. Το φως αυτό καταστρέφει το DNA των βακτηρίων λεγεωνέλλας, καθιστώντας τα αβλαβή. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι λειτουργεί ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία του νερού, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος ζεματίσματος. Επιπλέον, η κατανάλωση ενέργειας είναι συγκριτικά χαμηλή, γεγονός που την καθιστά επίσης οικονομικά ελκυστική.
Τομείς εφαρμογής και πλεονεκτήματα
Τα συστήματα απολύμανσης UV-C είναι κατάλληλα για μονοκατοικίες καθώς και για μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα ή δημόσια κτίρια. Εγκαθίστανται εύκολα, απαιτούν ελάχιστη συντήρηση και η λειτουργία τους είναι οικονομικά αποδοτική. Ένα άλλο πλεονέκτημα είναι η περιβαλλοντική τους συμβατότητα, καθώς δεν απελευθερώνονται επιβλαβείς χημικές ουσίες στο περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται επίσης το πρόβλημα των χημικών υπολειμμάτων στα λύματα.
Μακροπρόθεσμες στρατηγικές πρόληψης
Εκτός από την εγκατάσταση ενός συστήματος απολύμανσης UV-C, υπάρχουν και άλλα μέτρα που μπορούν να συμβάλουν στην πρόληψη της λεγεωνέλλας στο πόσιμο νερό:
Τακτική συντήρηση και καθαρισμός Τα συστήματα ζεστού νερού θα πρέπει να συντηρούνται και να καθαρίζονται τακτικά για την αποφυγή επικαθίσεων και βιοφίλμ που μπορούν να χρησιμεύσουν ως έδαφος αναπαραγωγής για τη λεγεωνέλλα.
Βελτιστοποίηση της θερμοκρασίας του νερού Παρόλο που οι υψηλές θερμοκρασίες σκοτώνουν τη λεγεωνέλλα, η θερμοκρασία του νερού στα συστήματα ζεστού νερού θα πρέπει να ρυθμίζεται έτσι ώστε να αναστέλλει την ανάπτυξη των βακτηρίων χωρίς να προκαλεί ζεμάτισμα. Μια θερμοκρασία γύρω στους 55°C μπορεί να είναι ένας καλός συμβιβασμός.
Συστηματικός έλεγχος Ο τακτικός μικροβιολογικός έλεγχος του νερού μπορεί να βοηθήσει στην έγκαιρη ανίχνευση της λεγεωνέλλας και στη λήψη των κατάλληλων μέτρων.
Εκπαίδευση και κατάρτιση Η ευαισθητοποίηση είναι ένα σημαντικό βήμα προς την πρόληψη. Οι κάτοικοι και οι χρήστες των κτιρίων θα πρέπει να ενημερώνονται για τους κινδύνους της λεγεωνέλλας και τη σημασία της υγιεινής του νερού.
Συμπέρασμα: Ασφάλεια και υγεία μέσω προληπτικών μέτρων
Η λεγεωνέλλα στο πόσιμο νερό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά μέσω ενός συνδυασμού νομικών απαιτήσεων, τεχνικών λύσεων και προληπτικών μέτρων. Η απολύμανση με UV-C προσφέρει μια ασφαλή, αποτελεσματική και φιλική προς το περιβάλλον μέθοδο ελαχιστοποίησης του κινδύνου μόλυνσης από λεγεωνέλλα. Σε συνδυασμό με την τακτική συντήρηση και παρακολούθηση, τα μέτρα αυτά μπορούν να συμβάλουν στη διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειας των κατοίκων.